Adventures by Sir Taki Theodoracopulos

«Vivere pericolosamente» (ζην επικινδύνως), ήταν η ρύση του φαλακρού Ιταλού δικτάτορα που επιτέθηκε στην Ελλάδα το 1940 και κατέληξε να είναι κρεμασμένος από τα πόδια στην πλατεία του Μιλάνου, πέντε χρόνια αργότερα.

Ο Benito έζησε επικίνδυνα, ειδικά στην αρχή της καριέρας του, αλλά δεν του βγήκε σε καλό σύμφωνα με το τέλος του (τον συνέλαβαν ενώ κρυβόταν φορώντας γερμανική στολή στο πίσω μέρος ενός φορτηγού).

Φυσικά το να ζούμε επικίνδυνα είναι το αντίδοτο της βαρεμάρας και όπως γνωρίζω το τελευταίο αποτελεί τον μεγαλύτερο φόβο της σύγχρονης κοινωνίας. Όπως είχε πει ο Ben Johnson «Ο επικείμενος θάνατος κάνει τον άνθρωπο να είναι πιο συγκεντρωμένος» και επίσης μας κρατάει σε επαγρύπνηση. Ως εκ τούτου, η πρόκληση του θανάτου είναι αυτό το συναίσθημα που ορίζει την περιπέτεια. Ανέκαθεν οι ιστορίες περιπέτειας αποτύπωναν την φαντασία των ανθρώπων, ξεκινώντας με την μεγαλύτερη ιστορία του δημιουργήθηκε ποτέ, αυτή της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. (Ο καθένας με Βρετανικό διαβατήριο που μένει στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή θα πρέπει να το κρύβει από φόβο για τη ζωή του. Η τελευταία σειρά του BBC για τον Τρωικό Πόλεμο είναι πιο προσβλητική από ποτέ. Η Ελένη είναι μια άσχημη Victoria Beckham και ο Μενέλαος μοιάζει με gay και Νεάντερνταλ παράλληλα). Η παρουσία του θανάτου ήταν έντονη κατά τη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου και ήταν αυτό που κρατούσε το ενδιαφέρον για τους πρωταγωνιστές μέχρι το τέλος. Μεταγενέστερα, ήρωάς μου, είναι ο Ernest Hemingway, μια από τις μεγαλύτερες περιπετειώδεις προσωπικότητες και επίσης ο μεγαλύτερος συγγραφέας απ’ όλους.

L-R: Guide Taylor Williams, photographer Robert Capa (1913 – 1954) and author Ernest Hemingway (1899 – 1961) pose with a canoe while on a duck hunt in Sun Valley, Idaho, November 13, 1940. Capa photographed the excursion for Life Magazine. (Photo by Lloyd Arnold/Getty Images)

 

Η αφηγηματική γραφή του Papa Hemingway προβάλει τον ήρωα ως έναν άνθρωπο σκληρό, στωικό και βασανισμένο. «Χάρις υπό πίεση» έλεγε ο ίδιος. Ο Hemingway έγραφε, αλλά επίσης, έπαιζε επικίνδυνα. Είχε οδηγήσει ένα ασθενοφόρο στη μάχη, είχε εγκλωβιστεί, έπινε αρκετά, και μάλιστα κάποτε είχε δώσει την καλύτερη απάντηση σε μια αδιάκριτη δημοσιογράφο που τον ρώτησε αν είχε κοιμηθεί με πολλές γυναίκες: «Όλες όσες ήθελα, και αρκετές από αυτές που δεν ήθελα ».

Λένε ότι μια γραφομηχανή είναι πιο θανατηφόρα από ένα πραγματικό όπλο και στις 6 Ιουλίου του 1961 όταν άκουσα τα νέα για την αυτοκτονία του Hemingway, αποφάσισα να γίνω συγγραφέας. Όσα γράφτηκαν για τον θάνατό του με εντυπωσίασαν σε σημείο που δημιούργησα αρνητική γνώμη για την δουλειά του πατέρα μου, ο οποίος ήταν βιομήχανος και εφοπλιστής. Έτσι είπα δύο όχι. Ένα στο γραφείο στον Πειραιά και το δεύτερο στο σπίτι στα βόρεια προάστια της Αθήνας. Κάπως έτσι ξεκίνησε η συγγραφική μου ζωή. Ο πατέρας μου έμεινε έκπληκτος, αλλά επειδή ήμουν ο νεότερος γιός του τελικά ενέδωσε. Η επόμενη στάση ήταν το Βιετνάμ.

 

18th April 1968: US Marines run from enemy gunfire to board a helicopter at Khe Sanh during the Vietnam War. (Photo by Keystone/Getty Images)

 

Κατέφτασα τον Ιανουάριο του 1968 και συνάντησα τον Joe Fried, τον «πρύτανη» των απεσταλμένων δημοσιογράφων του αμερικανικού τύπου στο Nam, ο οποίος μου είπε ότι μπορώ να περάσω την πρώτη νύχτα στο σπίτι του και στη συνέχεια να μεταφερθώ στην Phu Bai, στο βορρά, όπου μπορούσα να εργαστώ ως ανταποκριτής. (Ήμουν επίσης ειδικός ανταποκριτής για το National Review, ένα συντηρητικό αμερικανικό περιοδικό.) Στο δρόμο μας για τη Saigon, η γυναίκα του Joe Fried, Ruth, με την οποία ήμασταν στο ίδιο αεροπλάνο από το Hong Kong και είχε να δει τον σύζυγό της πέντε χρόνια, έκανε παράπονα για τα ερείπια της πόλης. Μάλιστα όταν φτάσαμε στο σπίτι η ίδια απαίτησε να έχει κλιματισμό, πράγμα που φυσικά δεν υπήρχε και συνέχισε να γκρινιάζει, πράγμα που δεν ήταν καθόλου ευχάριστο. Μόλις καθίσαμε για φαγητό ξεκίνησε η επίθεση των κομμουνιστών ανταρτών (Tet Offensive) και μαζί με αυτή ξέσπασε πανικός όταν έσκασε μια χειροβομβίδα στην οροφή κάνοντάς την κομμάτια. Εγώ κρύφτηκα κάτω από ένα καναπέ, αλλά ο Joe, ο οποίος έπρεπε να παραδίδει δύο θέματα την ημέρα για την New York Daily News δεν πτοήθηκε. «Είσαι ευχαριστημένη τώρα που έχεις κλιματισμό Ruthie;» ήταν το μόνο πράγμα που είπε κοιτάζοντας την τρύπια στέγη και συνέχισε να δαχτυλογραφεί. Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία από τον πόλεμο.

 

Πέρασα 6 ατελείωτους μήνες στην Phu Bai και κάλυψα τη μάχη στο Hue, αυτή την παλιά πόλη που οι Αμερικάνοι Πεζοναύτες κατάφεραν να πάρουν πίσω μετά από ένα μήνα αιματηρών μαχών. Τότε ήταν που γνώρισα τον Στρατηγό Patton, τον γιο του ήρωα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, προς τιμήν του οποίου ο πατέρας μου ονόμασε ένα μεγάλο tanker, τη δεκαετία του ‘50.

Μετά το Βιετνάμ ήρθε η ώρα του «πάρτι» και η Νέα Υόρκη έγινε ο τόπος της διασκέδασης. To Studio 54 έγινε το σπίτι μου για το βράδυ και ήταν μια ευχάριστη αλλαγή μετά το El Morocco όπου διεκδίκησα, όντας πιτσιρικάς, τη γυναίκα του Tyrone Power, την Linda Christian, μαζί τον Baby Pignatary, διάσημο playboy. (Ήμουν ο πρώτος άντρας που του επιτράπηκε να μείνει στο El Morocco μετά από καυγά γιατί οι κανόνες εκεί ήταν πολύ αυστηροί. Όποιος ξεκινούσε καυγά, του απαγορευόταν η είσοδος για πάντα. Η καλή μου τύχη, όμως, επικράτησε).

Getty Images/Ideal Images

Το Φθινόπωρο του ‘73 με βρήκε στο Tennis Club των Αθηνών να χτυπάω μπαλάκια και να γελάω μπροστά στη λιακάδα όταν ο Νάσος Μπότσης, εκδότης της Ακρόπολης και της Απογευματινής, εμφανίστηκε μπροστά μου. Τότε οι εκδότες δεν αναζητούσαν τους δημοσιογράφους, το αντίθετο συνέβαινε. Ο Νάσος, όμως, είχε ένα σχέδιο στο μυαλό του. Ο πόλεμος του Yom Kippur μόλις άρχιζε, Αιγύπτιοι και Σύριοι είχαν επιτυχώς φτάσει τα Ισραηλινά σύνορα ενώ παράλληλα εξελίσσονταν δύο τρομερές μάχες τεθωρακισμένων. Ένα Ισραηλινό επιβατικό αεροπλάνο της El Al μάζευε από την Ευρώπη όποιον Ισραηλίτη είχε ηλικία κατάταξης, με τελευταία στάση, εκείνο το βράδυ, την Αθήνα. «Θ’ ανέβεις στο αεροπλάνο να μου στέλνεις ένα άρθρο την ημέρα;» ρώτησε ο Νάσος. Η Αθήνα είναι πάντα διασκεδαστική αλλά τον Οκτώβριο είναι κάπως βαρετά στην πρωτεύουσα. Ο φίλος μου, ο Γιάννης Ζωγράφος που άκουγε την κουβέντα μας, αντιπρότεινε: «Δεν πάμε καλύτερα στο Biarritz να τζογάρουμε στο καζίνο; Ξέρω δυο κοπέλες εκεί που είμαι σίγουρος πως θα τις ερωτευτείς.»

 

Καλά, μπορείτε να μαντέψετε την απάντηση σε αυτό το αίνιγμα. Είχα δει αυτό το έργο με τον Γιάννη Ζωγράφο πολλές φορές. Έτσι, διάλεξα: Ισραήλ. Πήρα το αεροπλάνο και εκείνο το βράδυ, προσγειώθηκα στο Τελ Αβίβ. Την επόμενη μέρα οδηγούσα προς τα υψίπεδα του Γκολάν μ’ ένα νοικιασμένο αυτοκίνητο. Στο αεροπλάνο συναντήθηκα με έναν πολύ παλιό φίλο, τον Jean Claude Sauer, έναν φωτογράφο του περιοδικού Paris Match που είχε εκτάκτως ειδοποιηθεί για να πετάξει στο Ισραήλ, ενώ τα’ πινε στο Regine’s, στη συντροφιά του playboy Alix Chevassus, του πρώτου συζύγου της Μαρίας Νιάρχου. Ήταν και οι δύο μεθυσμένοι την ώρα εκείνη , αλλά μόλις προσγειώθηκαν βρήκαν εμένα και τον Peter Townsend, το διάσημο αεροπόρο του Β’ παγκοσμίου πολέμου, που είχε εξοριστεί από την Αγγλία μετά την αποτυχημένη του σχέση με την αδελφή της Βασίλισσας, Πριγκίπισσα Margaret.

Ο Peter γράφει για το Paris Match. Οι τέσσερις μας κατευθυνόμασταν προς την Quneitra με τον Jean Claude να πηγαίνει πολύ γρήγορα και του ζήτησα να επιβραδύνει, καθώς τα ισραηλινά ασθενοφόρα έφερναν πίσω τραυματίες και από την εμπειρία μου ήξερα ότι περισσότεροι δημοσιογράφοι σκοτώνονται σε τροχαία ατυχήματα κατά τη διάρκεια του πολέμου από ότι σε βομβαρδισμούς και από σφαίρες . «Φοβάσαι», ρώτησε ο Alix με την τυπική γαλλική αλαζονεία. «Ναι, φοβάμαι», είπα και ξαφνικά η κόλαση ξέσπασε. Οι πύραυλοι που έλκονταν από τη θερμότητα έπεφταν πάνω μας, αλλά ο Peter Townsend είχε την ψυχραιμία να φωνάξει: «Απενεργοποιήστε τον κινητήρα και πάμε να φύγουμε!» κάτι που κάναμε βιαστικά και ξαπλώσαμε στο έδαφος. Εκτός από τον Γάλλο playboy που είχε παγώσει από φόβο στο κάθισμά του και συνέχισε να επαναλαμβάνει στα γαλλικά, «δεν θέλω να πεθάνω, δεν θέλω να πεθάνω!». Αυτό συνέβαινε όταν ο Jean Claude έκανε τη εύστοχη παρατήρησή του: «Αν πεθάνει, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να ξαναμπούμε στο Regine’s! Πήγαινε φέρ’τον!». «Ποτέ» απάντησα. «Εσύ τον έφερες , εσύ θα πας να τον πάρεις». Και συμπλήρωσα: «Για εμένα η πόρτα του Regine’s θα ανοίγει πάντα».

 

Έμεινα στο Ισραήλ για περίπου ένα μήνα και παρέδιδα καθημερινά θέματα στην Ακρόπολη. Μόλις επέστρεψα στην Αθήνα, ο Νάσος Μπότσης με κάλεσε στο γραφείο του και με ευχαρίστησε για τις υπηρεσίες μου. Εγώ ζήτησα να πληρωθώ , αντ ‘αυτού. «Πρέπει να ντρέπεσαι για τον εαυτό σου», είπε ο Νάσος, «ο πατέρας σου έχει πολλά χρήματα και δεν έφερες ούτε ένα κορίτσι από το Ισραήλ για μένα, ακούω ότι είναι πολύ όμορφα εκεί κάτω». Είχα διακινδυνεύσει τη ζωή μου για να βρω μια κοπέλα για τον Μπότση. Πρέπει να πω, ήταν τόσο αστείο, που γέλασα δυνατά. «Αυτή είναι η δουλειά των εφημερίδων για εσένα», είχε πει τότε ο μπαμπάς μου.

Σκεφτείτε ότι η περιπέτεια ήρθε σε μένα πριν μάθω πώς να γράφω το όνομά μου. Τον Δεκέμβριο του 1944, κατοικούσαμε στην Πατριάρχου Ιωακείμ και οι κομμουνιστές ήταν προ των πυλών. Ο πατέρας μου βρισκόταν στην άλλη πλευρά της πόλης πολεμώντας στου Μακρυγιάννη, αλλά κατάφερε να επιστρέψει σπίτι για τα Χριστούγεννα και μάλιστα μου έφερε ένα δώρο.

Κοιτάζοντας πίσω τώρα που είμαι 81 ετών, όλα μοιάζουν με παιδικό παιχνίδι. Η τυραννία της ευκολίας είναι ο σημερινός κίνδυνος. Δεν χρησιμοποιώ το Google ή το Twitter , μόνο ένα κινητό τηλέφωνο όταν βρίσκομαι εν πλω στο Ιόνιο Πέλαγος, όμως η ήρεμη και ασφαλής ζωή είναι πάντα επικίνδυνη. Ακόμα προσπαθώ να αγωνίζομαι σε τουρνουά τζούντο και καράτε για βετεράνους, αλλά από πέρυσι κρίθηκα πάρα πολύ μεγάλος ηλικιακά ακόμη και γι ‘αυτό. Η υπερνίκηση αξιόλογων προκλήσεων και η ολοκλήρωση δύσκολων εργασιών είναι η ζωή μου τώρα. Η Brigitte Bardot ήταν κάποτε μια πρόκληση, αλλά και αυτή είναι πολύ μεγάλη πλέον . Οι γυναίκες γενικά παραμένουν μια μεγάλη πρόκληση, αλλά υποθέτω ότι η ήττα για την οποία οι γυναίκες ανησυχούν είναι αυτό που μας κάνει το ποιοι είμαστε. Κάποιος πρέπει να δεχτεί την τελική ήττα, εκείνη του θανάτου, αλλά είχα πολύ καλές στιγμές κατά την διάρκεια της ζωής μου για να τον προκαλώ. Αγκαλιάζοντας την περιπέτεια είναι το κλειδί για μια ευτυχισμένη ζωή.

Opinions