Επιστροφή στα βιβλία

του sir Taki Theodoracopulos

Νέα Υόρκη— Πρόσφατα έλαβα ένα γράμμα από έναν μακροχρόνιο αναγνώστη μου, τον James Hackett, ρωτώντας με τί βιβλία διαβάζω. Δεν αποτελεί συχνό φαινόμενο να λαμβάνω γράμματα που με ενθουσιάζουν, όπως αυτό, ειδικά όταν κάποιος διαβάσει γράμματα αναγνωστών προς εφημερίδες και περιοδικά στις ΗΠΑ. Πολλά από αυτά δείχνουν αγιοφανή, πιο άγια και απ’ όλους μας. Κάποια άλλα υποψιάζομαι ό,τι γράφονται από τα ίδια τα γκλαμουράτα περιοδικά, θέλοντας να προωθήσουν τη δική τους κουλτούρα λατρείας των celebrities.

Ο James Hackett είναι ένας Αμερικανός gentleman που δεν έχω γνωρίσει ποτέ και εύχομαι να μην τον απογοητεύσω με τις επιλογές μου, αλλά τα τελευταία μυθιστορήματα που διάβασα ήταν κυριολεκτικά πριν από 50 χρόνια. Στην πραγματικότητα έπαψα να διαβάζω βιβλία όταν τελείωσα το «Russians» (βιβλίο του Hedrick Smith) και όλα των Hemingway, Fitzgerald, O’Hara, Shaw, Jones, Mailer, Maugham, Greene, Orwell και Waugh, μεταξύ άλλων της ίδιας περιόδου. Γιατί όμως σταμάτησα να διαβάζω μυθοπλασία; Εύκολη απάντηση. Επειδή οι συγγραφείς ξεκίνησαν να γράφουν πολύ μακροσκελή βιβλία με εκατομμύρια λέξεις που δεν οδηγούσαν σε κάποιο νόημα αλλά περιέγραφαν υστερικά περίεργα αντικείμενα σε απίθανες καταστάσεις.

Το στυλ γραφής ήταν ακόμη χειρότερο και από τον μαγικό ρεαλισμό (λογοτεχνικό κίνημα), κατά τον οποίο χρησιμοποιούνταν σαφή και ακριβή πεζογραφία, υπερνικώντας με αυτό τον τρόπο τον σκοπό του να διαβάσεις όμορφες αφηγήσεις για ενδιαφέρουσες προσωπικότητες. Η νεωτερικότητα προσπαθούσε να τραβήξει όλα τα βλέμματα πάνω της. Θυμάμαι την κριτική του Truman Capote για το βιβλίο «On the Road», λέγοντας ότι αυτό είναι μια απλή δακτυλογράφηση και όχι μια εμπνευσμένη γραφή. Μου άρεσε ο Kerouac όσο και η γραφή του απαίσιου ανθρώπου που ήταν ο Capote. ( Το βιβλίο του «The maligned Answered Prayers» είναι ένας θησαυρός.)

Επομένως, οι Don DeLillo, Thomas Pynchon, Martin Amis και Salman Rushdie δεν είναι για μένα και είμαι περήφανος που λέω ότι δεν έχω διαβάσει περισσότερα από ένα κεφάλαια των βιβλίων τους, προτού τα παρατήσω. Μπορεί να μην έχει νόημα αλλά δεν πιστεύω ούτε μια λέξη που γράφουν, επειδή η μυθοπλασία θα πρέπει να είναι πιστευτή. Πίστεψα όμως τους Dick Diver και τη Nicole (χαρακτήρες από το βιβλίο Tender is the night), τον Jake Barnes και τη Brett Ashley (The Sun Also Rises), τον Stephen Rojack (An American Dream) και τον Winston Smith (1984), και ακόμη περισσότερο τον Raskolnikov (Crime and Punishment), τον Prince Andrei (War and Peace) και τη Lady Darell και τον Templeton (Charlotte’s Web). Και τι να πούμε για τον Christian Diestl στο «The Young Lions», τον αψεγάδιαστο στρατιώτη της Wehrmacht μέχρι να τον «νικήσει» η απογοήτευση; Απ’ όσα έχω διαβάσει, ο Evelyn Waugh (Βρετανός συγγραφέας) ήταν σνομπ, νταής και μια φρικιαστική προσωπικότητα αλλά όταν τον διαβάζω -ακόμη και με τη σατιρική του προσέγγιση- πιστεύω κάθε του λέξη επειδή έχω γνωρίσει αντίστοιχους Βρετανούς σαν αυτούς που περιγράφει στο βιβλίο «Vile Bodies».

Με τον Vladimir Nabokov συναντήθηκα στο Gstaad προς το τέλος της ζωής του αλλά και να μην είχε γράψει ούτε μια λέξη παραπάνω, θα του υποκλινόμουν για την περιγραφή μιας νεαρής γυναίκας σε μια σύντομη ιστορία. Ο συγγραφέας καταγράφει γλαφυρά μια σταγόνα ιδρώτα να κυλάει στο πόδι του όμορφου κοριτσιού. Ο Nabokov ήταν πολύ γλαφυρός και οι λεπτομέρειες ήταν το φόρτε του αλλά το γούστο μου έχει να κάνει με τη διάθεση- το φόρτε του Fitzgerald.

Όταν τα μυθιστορήματα έγιναν δυσανάγνωστα, κόλλησα στη βιογραφία και την ιστορία, κάτι που δούλεψε καλά. Θα φτάσω και σε αυτή τη στιγμή αλλά πρώτα θα σας πω για το πώς ανακάλυψα ξανά τη μυθοπλασία. Πριν από μερικά χρόνια πέρασα υπέροχα στο Cotswolds, όπου φιλοξενήθηκα από τον Πρίγκιπα Παύλο της Ελλάδας και την Πριγκίπισσα στην κατοικία τους στο Oxfordshire. Ένας φίλος ρώτησε τον Λόρδο Bamford, του οποίου το σπίτι Daylesford είναι από τα πιο όμορφα στην Αγγλία, εάν μπορούσε να φιλοξενήσει το φτωχό ελληνόπουλο για ένα βράδυ. Όπως συνηθίζεται, γύρισα περίπου στις 6 το πρωί και ο οικοδεσπότης μου εκείνη τη στιγμή αποχαιρετούσε τη Βασίλισσα της Ολλανδίας, η οποία έμενε επίσης εκεί.

Για λόγους που δεν θα αναφέρω, αισθάνθηκα άσχημα και ενέπλεξα τον οικοδεσπότη μου, ο οποίος τυχαίνει να είναι από τους πιο καλούς και ευγενικούς ανθρώπους, σε μια μονόπλευρη συζήτηση που αφορούσε τη Wehrmacht. Η απάντησή του στην αγένειά μου ήταν να μου στείλει δύο βιβλία του Philip Kerr, το «Prussian Blue» και το «Metropolis». O Bernie Gunther, ήρωας των δύο βιβλίων, διαφέρει πολύ από τους άλλους ιδιωτικούς ντετέκτιβ που έχουμε διαβάσει από τον Raymond Chandler και τον Dashiell Hammett. Όχι και πολύ κυνικό, πιστεύω. Η μόνη μυθοπλασία που διάβασα πρόσφατα ήταν τα θρίλερ του Philip Kerr. Και το μόνο που έχω να πω είναι ότι σ΄ ευχαριστώ Anthony και συγγνώμη για τον μονόλογο περί Wehrmacht. To «The Crimson Goddess», ένα ασυνήθιστο βιβλίο από τον Manfred von Pentz, απεικονίζει υπέροχα έναν θυελλώδη έρωτα κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου. Το βιβλίο εκδόθηκε πρώτα στην Πολωνία, μία από τις αγαπημένες μου χώρες.

Καθώς ζούμε σε μια εποχή όπου τα βιβλία δεν είναι πλέον της μόδας με τα φρικιαστικά εργαλεία (σ.τ.μ. εννοεί τα social media) να έχουν πάρει τη θέση τους, αυτό που κρατά έναν άνθρωπο λογικό είναι να διαβάζει ιστορία και βιογραφίες. Απόλαυσα το «Our Man» (George Packer) για τη φρικτή προσωπικότητα του Richard Holbrooke (πρώην υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ), τις άσχημες προσωπικές του συνήθειες, την υπεροψία του αλλά και το αναμφισβήτητο ταλέντο του να βλέπει καθαρά μέσα από καταστροφικές πολιτικές των ΗΠΑ στις εξωτερικές σχέσεις. Η βιογραφία του Anthony Powell από τη Hilary Spurling είναι άλλο ένα παράδειγμα βιβλίου που με κράτησε χαρούμενο κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού. Τα βιβλία «Left Bank» και «Lost Girls» με «ταλαιπώρησαν» υπενθυμίζοντάς μου τα νεανικά μου χρόνια στο Παρίσι και το Λονδίνο, και φυσικά η δύο τόμων βιογραφία της Clare Booth Luce από τη Sylvia Morris που δεν μπορούσα να σταματήσω να διαβάζω. (Είχα στερητικά σύνδρομα όταν την τελείωσα).

Και όταν βαρέθηκα, σειρά είχαν τα πολεμικά βιβλία. Το «The War in the West» του James Holland είναι υπέροχο, όπως είναι και το «Α Third Face» του Sam Fuller. Πέρασα τέσσερις ημέρες μαζί με τον James Holland στη Νορμανδία πριν από κάποια χρόνια, χάρη στην πρόσκληση του φίλου μου Peter Livanos να επισκεφθώ τα πεδία της μάχης και να μάθω ό,τι χρειάζεται. Από τη συμμαχική πλευρά εννοείται. Έτρεφα μεγάλο σεβασμό για τον James για να διαφωνήσω μαζί του, αλλά αν η Wehrmacht είχε την εναέρια κάλυψη που είχαν οι σύμμαχοι, ακόμη μέχρι σήμερα θα τους έβγαζαν από το βυθό της θάλασσας.

Συνεχίστε να διαβάζετε και πετάξτε τις μηχανές. Και φανταστείτε πόσο υπέροχος θα ήταν ο κόσμος χωρίς το internet, το Twitter, το Google και τα υπόλοιπα σκουπίδια.

Opinions