του Χρήστου Ζαμπούνη
Η ταβέρνα της Αγαθής μετά βίας χώρεσε τους ογδόντα εθελοντές της Ομάδας Αιγαίου που προσήλθαν στο δείπνο που παρέθεσε ο πρόεδρος της Κοινότητας Ηρακλειάς. Κάθησα ανάμεσα σε μία συντροφιά νέων ιατρών, ορισμένων στην ειδικότητα, που είχαν συνδεθεί κατά την διάρκεια του 31ου Διάπλου. Το κλίμα ήταν ευχάριστο, το ντόπιο κατσικάκι πεντανόστιμο, ο λυράρης κεφάτος, αλλά εκεί, λίγο πριν τα μεσάνυκτα, η κόπωσις ύστερα από μία γεμάτη ημέρα, που περιελάμβανε πρωινή πλεύση από την Αμοργό με τον καιρό δευτερόπριμα και απογευματινά ιατρεία, άρχισε να καταβάλλει τους συνδαιτυμόνες μου. Μία κοπέλλα χαμουρήθηκε πρώτη, και όπως συμβαίνει, για άγνωστους προς εμέ λόγους, αρχίσαμε να χασμουριόμαστε όλοι. Οι περισσότεροι, πάντως, καλύψαμε το στόμα μας με την παλάμη. Προπολεμικώς, οι παππούδες μας και οι γιαγιάδες μας θα είχαν χρησιμοποιήσει τα μαντήλια τους. Σήμερα –φευ!– είτε από βαρεμάρα είτε από έλλειψη αγωγής, οι μικρότερες, κυρίως, ηλικίες έχουν κάνει το χασμουρητό, «άθλημα» συνοδεύοντάς το με διάταση των χεριών και τέντωμα του σώματος. Ιδιωτικώς μία παρόμοια συμπεριφορά περνάει απαρατήρητη, αν και οι ιδιωτικές συνήθειες μεταφέρονται τακτικότατα στην δημόσια σφαίρα. Σε μία κοινωνική, όμως, περίσταση ή, ακόμη χειρότερα, σε μία επαγγελματική συνάντηση, το να χασμουριέται κανείς και να μην καλύπτει το στόμα του θεωρείται αγενές. Εάν όμως η φύσις μάς φέρει σε μία παρόμοια κατάσταση, φροντίζουμε να το κάνουμε όσο πιο διακριτικά γίνεται συνοδεύοντάς το με μία συγγνώμη, χωρίς δικαιολογίες τύπου είμαι πτώμα ή ήταν μία πολύ κουραστική ημέρα. Στις ομιλίες που κάνω κατά καιρούς σε μαθητές Δημοτικού, σε ιδιωτικά, κυρίως, σχολεία, αναφέρω ένα παράδειγμα που ίσως εντυπωθεί στο ακροατήριο. Ήταν ένα μεσημέρι, και ένα παιδάκι χασμουρήθηκε χωρίς να βάλει το χέρι του στο στόμα. Τότε μπήκε μία μύγα μέσα στο στόμα του και εκείνο φοβήθηκε γιατί νόμισε ότι ήταν μία σφήκα. Ο φόβος φυλάει τα έρμα.