Η συζήτηση με τον Βασίλη Πατέρα σου αφήνει την αίσθηση ό,τι μιλάς με έναν άνθρωπο που έχει ζήσει πολλά, αλλά επιμένει να στέκεται χαμηλά, σχεδόν στην «ίσαλο γραμμή».
Από τον Λάμπη Ταγματάρχη
Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Βατραχανθρώπων, νικητής ενός εξαιρετικα απαιτητικού αγώνα, τον γύρο της Μεγάλης Βρετανίας με σκάφος, εφοπλιστής, αθόρυβος ευεργέτης ,ιδρυτής της Axion Hellas, τιμημένος από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας – κι όμως, όταν τον ρωτήσεις πώς θα ήθελε να τον θυμούνται, επιστρέφει πάντα στην ίδια λέξη: «ναύτης».
Ίσως γιατί για αυτόν , το να είσαι «αεί ναύτης» δεν είναι επάγγελμα ούτε τίτλος. Είναι τρόπος να βλέπεις τον κόσμο: να ξέρεις ότι κάθε λιμάνι είναι προσωρινό, κάθε καλός καιρός μπορεί να αλλάξει, κάθε ταξίδι έχει νόημα μόνο αν δεν το κάνεις μόνος σου.
Κι όσο θα υπάρχουν ακριτικά νησιά που περιμένουν ένα σκάφος με γιατρούς, ναυτικά φυλάκια που χρειάζονται ενίσχυση, νέοι που ζητούν παραδείγματα και όχι λόγια, φαίνεται πως ο Βασίλης Πατέρας θα συνεχίσει, με τον δικό του τρόπο, να δικαιώνει τον τίτλο του βιβλίου του: «αεί ναύτης».
Γεννημένος σε οικογένεια καραβοκύρηδων, τέταρτη γενιά, μεγαλωμένος ανάμεσα σε ξύλινες κουκέτες, μυρωδιές από πίσσα και πετρέλαιο, αλμύρα που δεν ξεπλένεται, έμαθε από παιδί ότι η ζωή μετριέται σε μίλια και όχι σε χιλιόμετρα.
Στο βιβλίο του, «Αεί ναύτης», ξετυλίγει μια διαδρομή που δεν είναι απλώς αυτοβιογραφία, αλλά ένα είδος «Ημερολογίου Γέφυρας».
Από τις Οινούσσες και τα Ψαρά μέχρι τις γέφυρες των πλοίων ο Βασίλης Πατέρας έχει ζήσει την ένταση της θάλασσας σε όλες της τις κλίμακες, από το μικρό κυματισμό ενός νησιωτικού όρμου μέχρι τη μεγάλη φουρτούνα μιας εθνικής ευθύνης.
Μιλάμε μαζί του με αφορμή το βιβλίο, αλλά πολύ γρήγορα γίνεται σαφές πως η κουβέντα ξεφεύγει από τις σελίδες. Πηγαίνει εκεί που πάει πάντα: στον καιρό, στο κύμα, στην ομάδα, στο χρέος.
–Τι σας ώθησε να γράψετε το «Αεί ναύτης»;
– Δεν είχα ποτέ την φιλοδοξία να γίνω συγγραφέας. Περισσότερο ένιωθα ότι κουβαλώ μια ιστορία που αν δεν γραφτεί, θα χαθεί σιγά σιγά, σαν τόσες άλλες.
Ήθελα να αφήσω σ’ όποιον αγαπά τη θάλασσα, ένα ίχνος από τη δική μου διαδρομή. Όχι για να με θυμούνται, αλλά δεν ήθελα να είμαι ένας ακόμη που έζησε κι άφησε πίσω του μόνο σιωπές.
– Στις πρώτες σελίδες περιγράφετε τα παιδικά σας χρόνια στα καΐκια. Θέλετε να μας διαβάσετε ή να μας θυμίσετε ένα μικρό απόσπασμα;
Να σας διαβάσω μια εικόνα από τότε :«ακόμα θυμάμαι την ξύλινη κουκέτα όπου κοιμόμασταν κατάκοποι και την χοντρή κουβέρτα που σκεπαζόμασταν. Ο «Εγνουσιώτης» ένα ελληνικό ψαράδικο 18 μέτρων του θείου μου Γιάννη, δεν διέθετε ανέσεις αλλά μια μόνιμη μυρωδιά από κακαβιά που φτιάχναμε στο γκάζι με μπαχάρια από την Ανατολή».
Αυτές οι εικόνες είναι η παιδική μου ηλικία. Η βάρδια, τα αμπάρια, η μηχανή, οι φωνές του πληρώματος, οι ιστορίες των παλιών – όλα αυτά ήταν το «σχολείο» μου. Έμαθα από νωρίς ότι η θάλασσα δεν αστειεύεται. Σε σέβεται μόνο αν την σέβεσαι. Κι ότι καμιά φορά, ένα παιδί πάνω σε μια κουκέτα μπορεί να νιώθει πιο «μεγάλο» από έναν ενήλικο στη ξηρά.
Οι Οινούσσες και τα Ψαρά εμφανίζονται στο βιβλίο σχεδόν σαν πρόσωπα. Τι σημαίνουν για εσάς;
Είναι οι ρίζες μου. Στις Οινούσσες, καταγωγή του πατέρα μου ,κάθε σπίτι είναι δεμένο με ένα καράβι και κάθε όνομα καραβιού φτερουγίζει στα χείλη των απόμαχων ναυτικών. Στα Ψαρά, καταγωγή της μητέρας μου, κάθε πέτρα κουβαλά μια μνήμη θυσίας. Δεν μπορείς να προέρχεσαι από αυτά τα μέρη και να μην αισθάνεσαι ότι έχεις ένα χρέος – όχι μόνο οικονομικό ή επαγγελματικό, αλλά και ηθικό. Όταν επιστρέφω εκεί, δεν πάω απλώς «στο νησί». Πάω να συναντήσω όλες τις προηγούμενες γενιές που ταξίδευαν πριν από μένα, πάω να συναντήσω αυτούς που με ευλόγησαν.
– Στο βιβλίο υπάρχει ένα σημείο που αναφέρεται στην απόφασή σας να πάτε στις Ομάδες Υποβρυχίων Καταστροφών.
Θυμάμαι την έκπληξη πολλών όταν το αποφάσισα. «Με τη θητεία που μπορείς να κάνεις εσύ, πας εθελοντικά στους βατραχανθρώπους;» Ήταν η κλασσική ερώτηση. Για μένα, όμως, ήταν η φυσική συνέχεια. Είχα μάθει να ζω στη θάλασσα· ήθελα να μάθω να τη ζω και στο πιο σκληρό, επιχειρησιακό της πρόσωπο. Οι Ομάδες Υποβρυχίων Καταστροφών είναι ένα σχολείο που δεν τελειώνει ποτέ μέσα σου.
– Τι σημαίνει να περνάς από την εκπαίδευση των Ομάδων Υποβρυχίων Καταστροφών;
-Μαθαίνεις πρώτα απ’ όλα ότι δεν υπάρχει η λέξη «εύκολο». Η μέρα και η νύχτα μπερδεύονται. Κολυμπάς ώρες ολόκληρες, βράδυ, μ’ ένα όπλο στο χέρι, μαζί με μια ομάδα που πρέπει να μείνει δεμένη σαν γροθιά. Σέρνεσαι στην άμμο ή στα βράχια, κουβαλάς βάρκες στους ώμους, μπαίνεις σε παγωμένα νερά, κάνεις καταδύσεις με ελάχιστη ορατότητα. Το σώμα φτάνει στο όριό του και μετά ανακαλύπτεις ότι έχει απομείνει κάτι ελάχιστο μέσα σου…και μετά ξανά, κι άλλο λίγο παρακάτω. Μπορεί στην επόμενη κατάδυση το βάθος να είναι ακόμη πιο μεγάλο, το νερό ακόμη πιο κρύο, η ορατότητα ακόμη χειρότερη και η διάρκεια ακόμη μεγαλύτερη.
-Ποιο είναι το πιο σημαντικό σ’ όλο αυτό που περιγράφετε;
Είναι η εμπιστοσύνη. Μαθαίνεις ό,τι η ζωή σου κρέμεται – κυριολεκτικά – από τον διπλανό σου. Αν εκείνος λυγίσει, κινδυνεύεις κι εσύ. Αυτό το μάθημα του «μαζί» είναι το πιο πολύτιμο, και ως πρόεδρος σήμερα του Συνδέσμου Βατραχανθρώπων νιώθω ότι συνεχίζω, με έναν άλλο τρόπο, την ίδια αλυσίδα. Κρατάμε ζωντανό ένα σώμα ανθρώπων που έμαθαν να λειτουργούν με αυτή την απόλυτη εμπιστοσύνη. Να υπάρχεις σε σχέση με τον διπλανό σου κι αυτός να υπάρχει επειδή εσύ υπάρχεις.
– Έχετε εκπαιδευτεί και στα αλεξίπτωτα. Πώς είναι για έναν άνθρωπο της θάλασσας το πρώτο άλμα στο κενό;
-Θαλάσσιο….
-Σαν θαλασσινό αεράκι;
-Την ώρα που ανοίγει η πόρτα του αεροσκάφους, νιώθεις τον αέρα που μοιάζει με δυνατό καιρό πάνω στη γέφυρα. Είτε κοιτάς κάτω τη στεριά, είτε τη θάλασσα ,είτε δε βλέπεις τίποτα – η αίσθηση είναι η ίδια: ένα λεπτό όριο ανάμεσα στον έλεγχο και στο άγνωστο. Μια λεπτή γραμμή που χωρίζει την αυτοπεποίθηση και την αυτοκυριαρχία από το χάος. Εκεί καταλαβαίνεις πόσο αξίζει η εκπαίδευση, η προετοιμασία, η πειθαρχία. Αν τα έχεις αυτά, πηδάς. Αν δεν τα έχεις, σε παραμερίζουν αυτοί που ακολουθούν.
–Από τα ΟΥΚ και τα αλεξίπτωτα, πάτε σε μια άλλη, εντελώς διαφορετική πρόκληση: την πρώτη θέση στον γύρο της Αγγλίας με ταχύπλοο.
Ήταν ένα μεγάλο όνειρο για ένα «παιδί της θάλασσας». Στη νεανική μου ηλικία βρέθηκα να συμμετέχω σε έναν από τους δυσκολότερους αγώνες στον κόσμο, το Round Britain Race, τον Ιούνιο του 2008, με εκκίνηση και τερματισμό στο Πόρτσμουθ. Ο καιρός, τα ρεύματα, οι αποστάσεις, όλα είναι ακραία. Κι όμως, εκεί ένιωσα πάλι αυτό που είχα νιώσει στις Ομάδες Υποβρυχίων Καταστροφών και στα καΐκια: ό,τι όταν η ομάδα λειτουργεί, όταν το σκάφος είναι προέκταση του σώματός σου, μπορείς να κάνεις το γύρο μιας χώρας και μάλιστα να τερματίσεις πρώτος.
Το να τερματίσουμε νικητές δεν ήταν μόνο ζήτημα ταχύτητας. Ήταν ζήτημα αντοχής, επιμονής, σωστών αποφάσεων στη στιγμή.
-Θα λέγατε και τύχης;
-Η τόλμη σαγηνεύει την τύχη, είχε πει ο Γκάντι.
-Τι δεν θα ξεχάσετε απ’ αυτόν τον αγώνα..
-Όλοι πιστεύουν τον τερματισμό. Εγώ όμως δε θα ξεχάσω ποτέ τις στιγμές που δεν ξέραμε αν θα τερματίσουμε!!
Τι κοινό έχουν όλα αυτά με τη ναυτιλία;
Η ναυτιλία είναι ένα συνεχές ρίσκο. Καμία αγορά δεν είναι ποτέ ίδια, κανένα ταξίδι δεν είναι εγγυημένο. Όσα έμαθα στις Ομάδες Υποβρυχίων Καταστροφών – να αξιολογώ τον κίνδυνο, να εμπιστεύομαι την ομάδα, να προετοιμάζομαι για το χειρότερο σενάριο – με βοήθησαν όσο τίποτε άλλο. Το ίδιο και οι εμπειρίες από τους αγώνες: να ξέρεις πότε θα «πατήσεις γκάζι» και πότε θα προστατεύσεις το σκάφος σου.
Από την άλλη, δεν ξεχνώ ποτέ την καταγωγή μου. Ο εφοπλισμός δεν είναι για μένα μια αφηρημένη επιχειρηματική δραστηριότητα· είναι η συνέχεια των καραβιών του παππού και του πατέρα μου. Όταν βλέπω ένα πλοίο να δένει σε κάποιο λιμάνι του κόσμου, σκέφτομαι πάντα το μικρό λιμανάκι στις Οινούσσες.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα της AXION HELLAS; Εννοώ να μετατρέψετε τα φουσκωτά σας σκάφη σε γέφυρες προσφοράς;
Ήταν μια απλή σκέψη που ωρίμασε σιγά σιγά: αφού μπορούμε να πάμε με τα σκάφη μας σχεδόν παντού, γιατί να μην το κάνουμε για κάτι παραπάνω από τη δική μας διασκέδαση; Έτσι δημιουργήθηκε η Axion Hellas. Μια ομάδα ανθρώπων που συνδέονται με τη θάλασσα και αποφάσισαν να τη χρησιμοποιήσουν ως δρόμο κοινωνικής προσφοράς.
Πηγαίνουμε σε νησιά όπου οι γιατροί δεν είναι δεδομένοι, όπου ένα παιδί μπορεί να μην έχει ξαναδεί παιδοψυχολόγο ή οδοντίατρο, όπου ένα σχολείο περιμένει χρόνια μια μικρή μπασκέτα ένα χωριό μια παιδική χαρά. Κάθε αποστολή είναι κι ένας μικρός άθλος – αλλά και μια μεγάλη χαρά.
– Υπάρχουν εικόνες από αυτές τις αποστολές που σας έχουν σημαδέψει;
– Πολλές. Ένα παιδί που σφίγγει το χέρι του γιατρού με ανακούφιση. Ένας δάσκαλος που μας λέει ότι οι μαθητές του αισθάνθηκαν επιτέλους ότι «τους βλέπει» κάποιος από την υπόλοιπη Ελλάδα. Ένας φαντάρος σε ένα απομονωμένο φυλάκιο που μας υποδέχεται σαν να είμαστε συγγενείς του και μοιράζεται μαζί μας το φαγητό του.
Η Axion Hellas είναι ένας τρόπος να πούμε, ως κοινωνία, στους ανθρώπους των ακριτικών περιοχών: «Δεν σας ξεχάσαμε». Και αυτό, για εμένα, αξίζει περισσότερο από οποιοδήποτε παράσημο – όσο κι αν τιμώ βαθύτατα τις διακρίσεις που μου έχουν δοθεί.
Μια που φτάσαμε στις διακρίσεις, έχετε τιμηθεί από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την προσφορά σας. Πώς βιώνει κανείς μια τέτοια τιμή;
– Η στιγμή που στέκεσαι μπροστά στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας και ακούς ότι τιμάται η προσφορά σου στη χώρα είναι από τις στιγμές που δεν τις περιμένεις. Για μένα, αυτό το παράσημο δεν είναι προσωπικό στολίδι. Είναι μια αναγνώριση ενός ολόκληρου κύκλου ανθρώπων: των παππούδων μου και των γονιών μου που ελπίζω να καμαρώνουν από ψηλά, των ανθρώπων της θάλασσας, των εθελοντών, των γιατρών, των βατραχανθρώπων, όλων όσοι συμβάλλουν σιωπηλά στο γενικό καλό.
–Φοράτε το παράσημο καμιά φορά ή είναι στη βιβλιοθήκη;
-Το βλέπω περισσότερο ως άγκυρα ευθύνης παρά ως κόσμημα. Είναι μια διαρκής υπενθύμιση: δεν τελειώσαμε, έχουμε ακόμα δρόμο μπροστά μας.
– Εσείς εκπαιδευτήκατε στο να είστε άφοβοι κι ατρόμητοι κι άτρωτοι. Ωστόσο υπάρχει κάτι που σας φοβίζει; Η απώλεια, η φθορά η αρρώστια;
–Αλλοίμονο, μόνο ένας ανόητος δε φοβάται. Άλλο έχω επίγνωση του κινδύνου και τον διαχειρίζομαι κι άλλο θεωρώ πως δεν υπάρχει.
-Εσείς τι φοβάστε ;
Όποιος μεγαλώνει μέσα στη θάλασσα δεν φοβάται εύκολα στη στεριά. Ο φόβος δεν είναι πάντα εχθρός. Είναι συναγερμός που χτυπάει για να μένεις ξύπνιος. Προσφάτως έδωσα μια μάχη με την υγεία μου. Όλα καλά.
–Μπορεί να εκπαιδευτεί κάποιος ώστε να μη φοβάται το θάνατο ;
– «Ο θάνατος είναι μια επινόηση της ζωής, για να φορτώσει σε άλλον την αποτυχία της να είναι αιώνια» όπως γράφει η Κική Δημουλά.
-Τι θα απαντούσατε σε κάποιον που θα έλεγε πως έχετε μια «εμμονή» με τα μικρά ακριτικά νησιά της χώρας;
-Θα του έλεγα πως αν το να αγαπάς την πατρίδα σου είναι εμμονή, ναι είμαι πολύ εμμονικός. Αλλά σοβαρά τώρα ,να σας πω, πως πραγματικά πιστεύω πως αν η Ελλάδα ήταν μόνο οι πόλεις και τα μεγάλα λιμάνια θα ήταν μισή.
Την άλλη μισή την κρατάνε κάτι μικρά ιατρεία, κάτι μοναχικά φυλάκια, κάτι μονοθέσια σχολεία στην άκρη του χάρτη…
– Αν έπρεπε να συνοψίσετε το μήνυμα του «Αεί ναύτης» σε μια φράση, ποια θα ήταν;
– Ότι μπορείς να αλλάζεις πλοία, να αλλάζεις θάλασσες, να αλλάζεις ρόλους – αλλά αν χάσεις την πυξίδα σου, χάνεις τα πάντα. Η δική μου πυξίδα ήταν πάντα η θάλασσα, η ομάδα και η προσφορά στη πατρίδα μου. Αν το βιβλίο καταφέρει να κάνει κάποιον νέο να αγαπήσει λίγο περισσότερο τον τόπο του, να δοκιμάσει τις δυνάμεις του, να βοηθήσει όπου μπορεί, τότε νιώθω ότι το ταξίδι του «Αεί ναύτης» άξιζε.
Illustration by Dimitris Dimarelos






