της Έφης Αλεβίζου
«Οι Ισοπεδωτές (Levellers) ήταν ένα αντιμοναρχικό πολιτικό κίνημα που εμφανίστηκε στη Μεγάλη Βρετανία στα τέλη της δεκαετίας του 1640, κατά τη διάρκεια του αγγλικού εμφύλιου πολέμου, με τις διακηρυκτικές αρχές του να συνοψίζονται στο αίτημα για λαϊκή κυριαρχία, διεύρυνση του δικαιώματος ψήφου, ισονομία και ανεξιθρησκία. Υπήρξαν εξαιρετικά καινοτόμοι ως προς τη χρήση έντυπων μέσων –φυλλαδίων και προκηρύξεων– για τη γνωστοποίηση της πολιτικής τους άποψης, και συγκεκριμένα εξέδιδαν τον «Μετριοπαθή», το έντυπο δηλαδή πολιτικό όργανό τους που προπαγάνδιζε τις θέσεις τους. Ακολούθησαν κάτι ιστορικά τερτίπια, ένα «Κολοβό Κοινοβούλιο» και από το 1650 και έπειτα η επιρροή τους μειώθηκε αισθητά, παύοντας να αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Οι Ισοπεδωτές μπορεί να μην πέτυχαν τον στόχο τους, όμως η συμβολή υπήρξε θεμελιώδης για το ευρωπαϊκό κίνημα του δημοκρατικού ριζοσπαστισμού».
Δύο, ή μάλλον τρία, πράγματα καρφώνονται στο μυαλό μου διαβάζοντας τα παραπάνω: α) πώς τα κατάφεραν αυτοί οι άγουροι ριζοσπάστες να χρησιμοποιήσουν τόσο κομψές, τόσο ραφιναρισμένες λέξεις, όπως «Ισοπεδωτές» και «Μετριοπαθής», για να περιγράψουν τη φλόγα του μυαλού τους β) πώς η έννοια της λέξης «ριζοσπάστης» που κουβαλούσε την οσμή της εξομάλυνσης και του στιλβώματος έφτασε να μοιάζει μπανάλ και γ) κάποτε οι ριζοσπάστες ήταν οι Ισοπεδωτές, σήμερα οι ισοπεδωτές είναι οι ριζοσπάστες.
Κανείς, πλέον, δεν μπορεί να διαχωρίσει την αισθητική της διπλανής πόρτας από την κυρίαρχη αισθητική. Λες και τα πάντα έχουν διαβρωθεί από την πονηριά των ιντερνετικών κλικοθήρων, από την αποπροσανατολισμένη οπτική που είχε ο πωλητής του νερού του Καματερού, από τη μεσαιωνική ηθική του τηλεπαρουσιαστή, από το εξτένσιον της μπουζουξούς, η οποία, παρεμπιπτόντως, γράφει μηνύματα σε άπταιστα γκρίκλις, από τον εγκιβωτισμό της φραστικής καραμέλας του «σκέψου out of the box». Οτιδήποτε καινούργιο μοιάζει ήδη φθαρμένο. Το έχουμε ξαναδεί. Και το καλαίσθητο έχουμε ξαναδεί, και το μπαταρισμένο, που τελικά νίκησε. Νίκησε το συνεταιρικό χάι, το χιλιοφορεμένο, το ισόπεδο. Καμία έξαρση, ούτε προς τα πάνω ούτε καν προς τα κάτω.
H κουλτούρα του γωνιώδους underground θάφτηκε πολλά μέτρα κάτω από τη γη και ο αέρας του παρφουμαρισμένου overground μπερδεύτηκε με το άοσμο της εποχής.
Το καινούργιο σέρνει μαζί του τη χαρά ή, έστω, τη ζωηράδα της αμφισβήτησης. Δύο έννοιες τόσο μακρινές όσο και η φράση «βγες από το ίντερνετ, θέλω να πάρω τηλέφωνο». Τόσο μακρινές όσο και η καλπάζουσα πρωτοπορία της Νέας Υόρκης στα ’80s, του Λονδίνου στην έκρηξη του Britpop, του Παρισιού τη δεκαετία του ’30. H υπόγεια επανάσταση του Κιθ Χέρινγκ στο μετρό, το Common People των Pulp σαν ειρωνικός ύμνος στην αντικανονικότητα, o υπερστυλάτος έρωτας του Ιγκόρ Στραβίνσκι και της Κοκό Σανέλ στην οδό Rue Chambon, αριθμός 31. Όλα μοιάζουν με περασμένα μεγαλεία.
Ας πιούμε σε αυτά κι ας υψώσουμε τα ποτήρια μας στην πρόποση: «Να ζήσουν οι αλλόκοτοι!».