του Χρήστου Ζαμπούνη
Στα 88 εκατομμύρια ευρώ εκτιμάται η αξία των βασιλικών κοσμημάτων τα οποία εκλάπησαν, προ ολίγων ημερών, από το Musee du Louvre, ενώ σε 70.000 αντικείμενα ανέρχεται η «Tatoi collections», που δύναται κανείς να επισκεφθεί στην ομώνυμη ψηφιακή πύλη. Στην μεν πρώτη περίπτωση η αξία είναι ανεκτίμητος, λόγω της ιστορικότητος των bijoux, στην δεύτερη, μάλλον πρόκειται για εντυπωσιοθηρία, αφού προσμετρώνται και τα βιβλία. Οι διαφορές μεταξύ των δύο Παλατιών είναι επίσης εντυπωσιακή. Το Λούβρο ήδη από την εποχή που ήταν βασιλική κατοικία φιλοξενούσε καλλιτεχνικά έργα, και σήμερα είναι το Μουσείο με τους περισσότερους επισκέπτες παγκοσμίως (8.700.000). Το Τατόϊ, αντιθέτως, αγοράσθηκε το 1877 από τιν βασιλέα Γεωργιο Α’, με χρήματα της οικογενείας της συζύγου του Όλγας, ανηψιάς του τσάρου της Ρωσίας, για να αναγείρει εξοχική κατοικία. Όσοι το έχουν επισκεφθεί, μάλλον απογοητεύονται από το μέγεθός του, διότι αλλιώς φαντάζεται κανείς τα Ανάκτορα. Έχει σημασία στο σημείο αυτό, να τονισθεί μία άλλη κορυφαία διάκρισις ανάμεσα στα δύο προαναφερθέντα οικήματα. Εδώ και δεκαετίες, το Λούβρο επαναγοράζει τα βασιλικά κοσμήματα, τα οποία πούλησε η Γαλλική Δημοκρατία το 1884, διότι θεωρεί ότι ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομία του Έθνους, ενώ η Ελληνική Δημοκρατία μετά το 1974, αφήνει το Τατόϊ να ρημάζει. Είναι άξιος απορίας ο τρόπος ο τρόπος με τον οποίον έχουμε διαχειρισθεί όχι μόνον την βασιλική περιουσία που περιήλθε στο Δημόσιο με παράνομο τρόπο (σ.σ. Όρα την καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και την πληρωμή αποζημιώσεως από τα χρήματα των φορολογουμένων), αλλά και τα Ολυμπιακά Ακίνητα, τα οποία θα έπρεπε, όπως στην Βαρκελώνη, να αποτελούν τοπόσημα εθνικής υπερηφανείας. Ας κλείσω με κάτι αισιόδοξο. Ύστερα από μισό αιώνα φθορών και κλοπών, το Τατόϊ αποκαθίσταται. Στο Λούβρο ψάχνουν ακόμη τους λωποδύτες.