Ήταν μια εποχή ξεφαντώματος. Όλα κινούνταν στην υπερβολή τους. Άπαντες νυχτοπερπατούσαν στις ακρώρειες. Μια υστερική εξωστρέφεια βασίλευε. Και όμως, αυτό το γιγαντιαίο πάρτι, υπό τη μορφή μαζικού συναισθήματος, όρισε μια εποχή που όμοιά της δεν έχει υπάρξει. Τα πάντα μπορούσαν να συμβούν, και συνέβαιναν. Η μεταμέλεια θα ερχόταν μετά, όταν θα τελείωνε η επίδραση των ναρκωτικών και της αφθονίας των χρημάτων. Αποτέλεσμα αυτής της εποχής ήταν το θρυλικό κλαμπ Studio 54. Έξω από το κτίριο της οδού West 54th του Μανχάταν, στον αριθμό 254, το πλήθος έμοιαζε με πολύχρωμο μελίσσι. Διάσημοι, αστέρες, είδωλα της ντίσκο, ηθοποιοί, τραγουδιστές, μοντέλα, τραβεστί, γκέι, bisexual, περσόνες μαζικής αποδοχής, μπλαζέ άνθρωποι της τέχνης, αλλόκοτοι αναζητητές της ζωής, όλοι είχαν έναν κοινό στόχο: να περάσουν τη «σκληρή» πόρτα του κλαμπ – μια πόρτα που όρισε το face control.
Οι «ιερείς», οι πορτιέρηδες δηλαδή, είχαν πάρει σαφείς εντολές από τους δύο ιδιοκτήτες, τον Steven Rubell και τον Ian Schrager, οι οποίοι, κι αυτοί με τη σειρά τους, έδωσαν σάρκα, οστά και glitter στον πρώιμο όρο του «entrepreneur». Όσο πιο εξτρίμ το dresscode, τόσο πιο δαγκωτό το εισιτήριο της εισόδου. Άντρες με φορέματα, γυναίκες με αντρικά κοστούμια, η Cher με διάφανο τοπ και τα γυμνά της στήθη σε κοινή θέα, η Grace Jones με το εσώρουχο και τη σαμπάνια στο χέρι, η 77χρονη γιαγιά, Sally Lippman, που έμεινε στην ιστορία ως η cougar/clubber, o νεαρός Sylvester Stallone με άψογο tuxedo, τα ατίθασα μαλλιά της Donna Summer, η Bianca Jagger πάνω στο λευκό άλογο να γιορτάζει τα τριακοστά γενέθλιά της, κακομαθημένα πλουσιόπαιδα να φουμάρουν τα ακριβά τσιγάρα τους, φοιτητές του Χάρβαρντ με καθωσπρέπει γραβάτες και κοστούμια, ο Andy Warhol που συνήθισε να λέει ότι στην πόρτα εφαρμοζόταν δικτατορία, αλλά εντός του κλαμπ υπήρχε η απόλυτη δημοκρατία.
Τ ο namedropping ατελείωτο. Εάν χόρευες στο Studio 54, ήσουν κάποιος, και εάν ήσουν κάποιος, χόρευες στο Studio 54. Ο θρύλος θέλει τον Warren Beatty, την Diane Keaton και τον Frank Sinatra να έχουν φάει πόρτα. Ο ίδιος θρύλος θέλει την κοκαΐνη και τα πακέτα με τα χρήματα να βρίσκονται «χτισμένα» στους τοίχους του κλαμπ, μετά το οριστικό κλείσιμό του, στο αποχαιρετιστήριο πάρτι, στις 4 Φεβρουαρίου του 1980, στο οποίο τραγούδησε η Diana Ross. Τα ρόδινα ξεφαντώματα των κορυβαντιστών άφησαν τα βελούδινα σακάκια τους με σκισμένη φόδρα, έπειτα από 33 μήνες οργιώδους λειτουργίας του κλαμπ. Τον Μάιο του 1977, μόλις έναν μήνα μετά το συγκλονιστικό άνοιγμα του Studio 54, οι αρχές το έκλεισαν, επειδή πωλούσε αλκοόλ. Το επόμενο βράδυ άνοιξε πάλι, σερβίροντας δωρεάν χυμούς και σόδα. Τον Δεκέμβριο του 1978, οι δύο ιδιοκτήτες συνελήφθησαν, μετά από επιδρομή, για φοροδιαφυγή και πέρασαν 13 μήνες στη φυλακή.
Πολλά πέρα δώθε στην ασφάλεια, φήμες για όργια και για κολασμένες συνήθειες, ιστορίες για one night stand σε πριβέ δωμάτιο του κλαμπ, οι οποίες περνούσαν από στόμα νυκτόβιου σε αυτί μεθυσμένου, και πάει λέγοντας. Το συντηρητικό και αγανακτισμένο κομμάτι των Νεοϋορκέζων μοίραζε φέιγ βολάν δια- μαρτυρίας εναντίον του Studio 54. «Το Studio 54 είναι ένα ηθικό αίσχος για κάθε αξιοπρεπή πολίτη. Είναι παράδεισος για χρήση ναρκωτικών…» Η απάντηση των δύο ιδιοκτητών, μάλλον, έριχνε λάδι στη φωτιά, αν και άλλο σχολίαζε: «Το ύφος της ντίσκο είναι bisexual. Πολύ bisexual. Και αυτό είναι το κριτήριο με το οποίο επιλέγουμε τους θαμώνες. Θέλουμε να είναι εμφανίσιμοι και να έχουν διάθεση να διασκεδάσουν…». Κάπως έτσι ήρθε το τέλος.